- κομφόρ
- το άκλ. удобство, комфорт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομφόρ — το συν. στον πληθ. τα κομφόρ ανέσεις, ευκολίες, βολές («σπίτι με όλα τα κομφόρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. confort < ρ. conforter < λατ. conforto, «ενισχύω»] … Dictionary of Greek
κομφόρ — τα (λ. γαλλ.), ανέσεις, ευκολίες: Έφτιαξε σπίτι με όλα τα κομφόρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)